- χλωρίζω
- V 2-0-0-0-0=2 Lv 13,49; 14,37to be greenish; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
χλωρίζω — ΜΑ [χλωρός] έχω πρασινωπό χρώμα μσν. 1. ωχριώ, κιτρινίζω («χλωρίζειν ὑπὸ δέους», Νικ. Χων.) 2. μτφ. θάλλω, ανθώ, ακμάζω … Dictionary of Greek
χλωρίσουσι — χλωρίζω to be greenish aor subj act 3rd pl (epic) χλωρίζω to be greenish fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χλωρίζω to be greenish fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρίζοντα — χλωρίζω to be greenish pres part act neut nom/voc/acc pl χλωρίζω to be greenish pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρίζουσα — χλωρίζω to be greenish pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρίζουσαι — χλωρίζω to be greenish pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρίζων — χλωρίζω to be greenish pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχλώριζε — χλωρίζω to be greenish imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχλώριζεν — χλωρίζω to be greenish imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωριζούσας — χλωριζούσᾱς , χλωρίζω to be greenish pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) χλωριζούσᾱς , χλωρίζω to be greenish pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
ὑποχλωρίζουσαι — ὑπό χλωρίζω to be greenish pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)